Το καλοτζιαίριν που τζημάσε κλείε τα παραθύρκα
να έσσιεις νάκκον αντροπή , μέν κάμνεις παναύρκα
ακούουν οι γειτόνισσες τζιαι κάμνουν τα δικά τους
ξυπνούσιν συντρομάσσουνται τζιαι λάσσουσιν οι σσιύλλοι
Κυστούσιν οι κοτζιάκαρες,θωρούν τα ούλλα μαύρα
του γέρου η βέρκα η πασσιά εγίνην αλιζαύρα
Αμαν ακούσει ο παπάς βάλλει σε τζιαι νηστεύκεις
εν τζιαι κάμνει τίποτε, ο αχάπαρος,μεν του πολλοπιστεύκεις
Δίσπυροι τζιαι στενάχωροι ακούουν τζιαι οι γέροι
γιατί η παλιοκοτζιάκαρη ποττ'έν της βάλλει ......
Τζιαι αν ιδρώννεις κάμποσον τζιαι εν τα φκάλλεις πέρα
γείρε τζιαι ππέσε τζιαι κανεί,αρκεύκεις άλλη μέρα